αρπαχτά

αρπαχτά
επίρρ. τροπ., γρήγορα, βιαστικά και πρόχειρα: Έφαγε στ' αρπαχτά κι έφυγε αμέσως.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεμοχάφτω — τρώγω αρπαχτά, καταπίνω την τροφή αμάσητη …   Dictionary of Greek

  • αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • αρπαχτός — ή, ό (AM ἁρπακτός, ή, όν) [αρπάζω] αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος νεοελλ. 1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά 2. επίρρ. αρπαχτά βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα αρχ. ο ριψοκίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • δράγδην — επίρρ. (Α) με τη φούχτα, αρπαχτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”